Η a posteriori παραδοσιακή διαδικασία ανάλυσης των κινδύνων δεν είναι πλέον επαρκής. Οι οργανισμοί και επιχειρήσεις οφείλουν να εξελίξουν τον τρόπο που θα αντιδρούν, όταν αναγνωρίζουν νέους κινδύνους ή αδυναμίες
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΣ*
Το νέο σύνολο των κινδύνων και υβριδικών προκλήσεων που έχουν να αντιμετωπίσουν ο ιδιωτικός αλλά και ο δημόσιος τομέας φέρνουν στο προσκήνιο την ανάγκη για την επαγγελματική διαχείριση των κινδύνων. Τα τελευταία χρόνια, η πανδημία, η οικονομική αστάθεια, η γεωπολιτική σύγκρουση, η ενεργειακή κρίση, οι σχετικές αυξήσεις των τιμών αλλά και το περιβάλλον είναι μόνο μερικά από τα πεδία που αναδεικνύουν ότι το τίμημα της ανεπαρκούς διαχείρισης των κινδύνων μπορεί να είναι υψηλό τόσο για τις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα, όσο και των φορέων του δημοσίου.
Στις σημερινές συνθήκες, ο αντίκτυπος ενός κινδύνου μπορεί να επηρεάσει έναν οργανισμό τόσο πολύπλευρα και για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα που να προκαλέσει καταστροφή σε θέματα φήμης και πελατείας αλλά και ρυθμιστική ή κανονιστική παρέμβαση. Συνεπώς, αυτό το νέο καθεστώς κινδύνων, και εν δυνάμει ευκαιριών, θέτει τη λειτουργία της διαχείρισης κινδύνων στο επίκεντρο των εξελίξεων. Η σύγχρονη διαχείριση κινδύνων παρέχει τις αρχές, τα εργαλεία και τη μεθοδολογία για την αναγνώριση, αξιολόγηση, μετριασμό και αναφορά όλων των υφιστάμενων και δυνητικών κινδύνων ενός οργανισμού και οι υπεύθυνοι διαχείρισης των κινδύνων πρέπει να είναι σε θέση όχι μόνο να προσδιορίσουν τους νέους κινδύνους αλλά και θεραπεύσουν τους κινδύνους.
Η μεθοδολογία και οι τεχνικές διαχείρισης κινδύνων δεν διαφέρουν μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα. Οι φορείς του δημόσιου τομέα έχουν μια πληθώρα κινδύνων που πρέπει να διαχειριστούν: κίνδυνοι αυθαίρετης υλικής αφαίρεσης ή καταστροφής της περιουσίας τους, ο κίνδυνος απεμπόλησης δημόσιων αξιώσεών του, κίνδυνοι ανάληψης από τον φορέα δημόσιων υποχρεώσεων χωρίς δυνατότητα εκπλήρωσης, κίνδυνοι μη σύννομης χορήγησης από τον φορέα δικαιωμάτων υπέρ τρίτων, κίνδυνοι μη σύννομης εκταμίευσης από τον φορέα δημόσιου χρήματος ή διάθεσης περιουσίας και ο κίνδυνος διάθεσης από το φορέα δημόσιου χρήματος χωρίς εγγυήσεις για την επίτευξη του καλύτερου αποτελέσματος. Σε αυτούς, προστίθενται και οι ευρύτεροι κίνδυνοι που απορρέουν από την κανονιστική συμμόρφωση, τα πληροφοριακά συστήματα, τη μόχλευση, την επιχειρησιακή λειτουργία, αλλά και τον κίνδυνο της κλιματικής αλλαγής.
Η a posteriori παραδοσιακή διαδικασία ανάλυσης των κινδύνων δεν είναι πλέον επαρκής. Οι οργανισμοί και επιχειρήσεις οφείλουν να εξελίξουν τον τρόπο που θα αντιδρούν, όταν αναγνωρίζουν νέους κινδύνους ή αδυναμίες. Ειδικά, στο δημόσιο τομέα είναι επιτακτική η εδραίωση μιας κουλτούρας διαχείρισης κινδύνων στα στελέχη του, η οποία σε συνδυασμό με τη δημιουργία και λειτουργία μονάδας εσωτερικού ελέγχου βάσει πρόσφατης νομοθεσίας (π.χ., 4795/2021 περί συστήματος εσωτερικού ελέγχου σε όλο στον Δημόσιο τομέα, Ν. 4957/2022 για τα ΑΕΙ), θα ενισχύσει την διαφάνεια και τη δημόσια λογοδοσία και θα συνεπικουρήσει τους λήπτες αποφάσεων (υπουργούς, περιφερειάρχες/δημάρχους και συμβούλια, πρυτάνεις και Συμβούλια Διοίκησης, διοικητές δημοσίων οργανισμών) με τελικό στόχο το βέλτιστο δυνατό κοινωνικό, αναπτυξιακό και οικονομικό αποτύπωμα. Στην νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται, οι φορείς και οργανισμοί του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα πρέπει να λαμβάνουν αποφάσεις για τη διαχείριση των κινδύνων πιο άμεσα και ευέλικτα, καταστρώνοντας και εφαρμόζοντας σχέδια απόκρισης στον εκάστοτε κίνδυνο, έτοιμοι να εισέλθουν σε ένα δυναμικό μοντέλο διαχείρισης κρίσεων όταν αυτό απαιτηθεί, βασιζόμενοι σε ένα ολιστικό πλάνο ενεργειών απόκρισης.
Οι ανθεκτικοί οργανισμοί «χτίζουν πάνω στην εμπειρία» που αποκτήθηκε από τη διαχείριση κρίσεων και συνήθως γίνονται πιο αποτελεσματικοί και πιο αποδοτικοί σε μελλοντικά ζητήματα. Οι οργανισμοί, με τα νέα δεδομένα, θα πρέπει να διασφαλίζουν χρηματοοικονομική και λειτουργική ανθεκτικότητα, αποτελεσματική διαχείριση θεμάτων που αφορούν τη φήμη τους και ένα επιχειρησιακό/λειτουργικό μοντέλο που εξελίσσεται και ανταπεξέρχεται σε δυσχέρειες. Αυτός ο μετασχηματισμός της διαχείρισης κινδύνων απαιτεί στελέχη με γνώσεις, δεξιότητες και διάθεση για συνεχή ενημέρωση και εξέλιξη.
Τα στελέχη που μπορούν να επιτύχουν στη διαχείριση κινδύνων συνδυάζουν ένα χαρτοφυλάκιο δεξιοτήτων και ικανοτήτων όπως π.χ. συγκέντρωση κατηγοριοποίηση, έλεγχο και επαλήθευση δεδομένων γρήγορα και με ακρίβεια, συνδυασμό διαφορετικών πληροφοριών και διαμόρφωση συμπερασμάτων, διαχείριση πολύπλοκων καταστάσεων και άσκηση επιρροής και πολλά άλλα. Πέρα όμως από αυτές τις δεξιότητες, η ανάγκη για τη δια βίου μάθηση και εξέλιξη στη διαχείριση κινδύνων είναι επιτακτική. Η εξοικείωση με το πεδίο εφαρμογής, τις αρχές, τους στόχους, τα πρότυπα και το πλαίσιο της διαχείρισης κινδύνων, καθώς και η διαρκής ενημέρωση σχετικά με τις εξελίξεις σε τομείς όπως η κλιματική αλλαγή, η κυβερνοασφάλεια, η τεχνητή νοημοσύνη, είναι όσο ποτέ άλλοτε απαραίτητες.
* Καθηγητής Χρηματοοικονομικής ΕΚΠΑ, Υποψήφιος για το Συμβούλιο Διοίκησης του ΕΚΠΑ